- πεμματουργός
- ὁ, Ααυτός που κατασκευάζει πέμματα, ζαχαροπλάστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμμα, -ατος «τροφή» + -ουργός (< ἔργον*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεμματουργοί — πεμματουργός pastrycook masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek